ἀποσάττω

ἀποσάττω
V 1-0-0-0-0=1 Gn 24,32
to unsaddle, to unpack
Cf. HARL 1986a 64.201

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω …   Dictionary of Greek

  • απόσαξη — η η αφαίρεση του σάγματος, του σαμαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσάττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”