Lust (λαγνεία). 2014.
αποσάττω — ἀποσάττω (Α) 1. αφαιρώ το σαμάρι, ξεσαμαρώνω 2. παραφορτώνω … Dictionary of Greek
απόσαξη — η η αφαίρεση του σάγματος, του σαμαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσάττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek